- τριπλάσιοι
- τριπλάσιοςthrice as manymasc nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
λειτουργώ — και λειτρουγώ (AM λειτουργῶ, έω, Α και λῃτουργῶ, Μ και λειτρουγῶ) 1. (για τα όργανα τού σώματος) εκτελώ λειτουργία («μίαν μέν τινα ἐργασίαν λειτουργεῑ ἡ τοῡ στόματος δύναμις», Αριστοτ.) 2. (για ιερέα) ιερουργώ στον ναό, τελώ τη Θεία Λειτουργία 3 … Dictionary of Greek
Άστρος — Κωμόπολη (υψόμ. 40 μ., 2.359 κατ.) στην πρώην επαρχία Κυνουρίας του νομού Αρκαδίας. Αποτελεί έδρα του δήμου Βόρειας Κυνουρίας. Εθνοσυνέλευση του Ά. Μετά την καταστροφή των δυνάμεων του Δράμαλη στην Πελοπόννησο και την πτώση του Παλαμηδιού,… … Dictionary of Greek
οχνίδες — (Ochnaceae). Οικογένεια δικοτυλήδονων φυτών της τάξης των παριετωδών, που αριθμεί θάμνους και δέντρα, με φύλλα επαλλάσσοντα, δερματώδη. Τα άνθη του είναι αρρενοθήλεα, με 4 5 σέπαλα κα σπάνια 10 και έχει 5 πέταλα, σπάνια 3 ή 4, και ακόμα… … Dictionary of Greek